- βοῦνιν
- βοῦνιςhillyfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουνί — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 158 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλικής του νομού Κεφαλληνίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 40 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου… … Dictionary of Greek
μαυράδι — το (Μ μαυράδι) μικρό μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα νεοελλ. φρ. «το μαυράδι τού ματιού» η κόρη τού ματιού μσν. καμένο μέρος («λοιπὸν πηγαίνω στὸ βουνὶν ὁπού ναι τὸ μαυράδι», Γαδ. διηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. άδι (πρβλ. κοκκιν άδι)] … Dictionary of Greek